καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σποραδικότης αἱ σποραδικότητες
      γενική τῆς σποραδικότητος τῶν σποραδικοτήτων
      δοτική τῇ σποραδικότητι ταῖς σποραδικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν σποραδικότητα τὰς σποραδικότητας
     κλητική ! σποραδικότης σποραδικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σποραδικότης (μαρτυρείται από το 1897) [1] < σποραδικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σποραδικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 920, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου