σπορέλαιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σπορέλαιον | τὰ | σπορέλαια | ||||
γενική | τοῦ | σπορελαίου | τῶν | σπορελαίων | ||||
δοτική | τῷ | σπορελαίῳ | τοῖς | σπορελαίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σπορέλαιον | τὰ | σπορέλαια | ||||
κλητική ὦ! | σπορέλαιον | σπορέλαια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπορέλαιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το σπορέλαιο