σπογγάνθραξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σπογγάνθραξ | οἱ | σπογγάνθρακες | ||||
γενική | τοῦ | σπογγάνθρακος | τῶν | σπογγανθράκων | ||||
δοτική | τῷ | σπογγάνθρακι | τοῖς | σπογγάνθραξι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | σπογγάνθρακα | τοὺς | σπογγάνθρακας | ||||
κλητική ὦ! | σπογγάνθραξ | σπογγάνθρακες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπογγάνθραξ, -ακος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .