Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπιρτοθήκη οι σπιρτοθήκες
      γενική της σπιρτοθήκης των σπιρτοθηκών
    αιτιατική τη σπιρτοθήκη τις σπιρτοθήκες
     κλητική σπιρτοθήκη σπιρτοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπιρτοθήκη < σπίρτ(ο) + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπιρτοθήκη θηλυκό

  • κουτί στο οποίο φυλάσσονται σπίρτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία