• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σπετσέρης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπετσέρης οι σπετσέρηδες
      γενική του σπετσέρη των σπετσέρηδων
    αιτιατική τον σπετσέρη τους σπετσέρηδες
     κλητική σπετσέρη σπετσέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σπετσέρης < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπετσέρης αρσενικό ή θηλυκό

  • (παρωχημένο, επάγγελμα) ο φαρμακοποιός

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • σπετσιέρης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • σπετσερία
  • σπετσαρία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σπετσέρης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σπετσέρης&oldid=5557770"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Απριλίου 2022, στις 17:28

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Απριλίου 2022, στις 17:28.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας