σπερμοβλάστη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπερμοβλάστη < σπερματοβλάστη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermatoblast < αρχαία ελληνική σπέρμα + βλάστη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπερμοβλάστη θηλυκό
- (βιολογία) άλλη μορφή του σπερματοβλάστη
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερμοβλάστη
|