Ετυμολογία

επεξεργασία
σπάμερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική spammer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπάμερ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο

 συνώνυμα: σπαμεράς, σπαμάκιας, τρολάς (που σπαμάρει επίτηδες για πλάκα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία