σπαμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπαμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική spam
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπαμ ουδέτερο άκλιτο
- (διαδικτυακή αργκό) ηλεκτρονική διαφήμιση που εμφανίζεται χωρίς εξουσιοδότηση από το χρήστη
σπαμ ουδέτερο άκλιτο