Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαμάρω < σπαμ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική spam

σπαμάρω

  1. (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) επιτελώ κάποια πράξη γρήγορα, κατ' επανάληψη και συνήθως απερίσκεπτα
    ⮡  Είναι εύκολο να παίζεις τον χαρακτήρα σου, απλά σπαμάρεις και τίποτ' άλλο.
  2. (κατ’ επέκταση) στέλνω μηνύματα κατ' αυτόν τον τρόπο, είτε σε ηλεκτρονική αλληλογραφία (ιμέιλ), είτε σε επιγραμμική συνομιλία (ονλάιν τσατ)
    ⮡  Σπάμαρε το τσατ μέχρι να βγει ο άντμιν να τον μπλοκάρει απ' το σέρβερ.
  3. (διαδικτυακή αργκό, ειδικότερα) είμαι σπάμερ, ενοχλώ άλλους χρήστες διαδικτύου, εν τούτοις όχι πάντοτε επίτηδες και με τρόπο πιο διακριτικό, κατ' αντιδιαστολή προς το τρολ
 συνώνυμα: τρολάρω (σπαμάρω επίτηδες για πλάκα)

Συγγενικά

επεξεργασία
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σπαμάρω σπάμαρα θα σπαμάρω να σπαμάρω σπαμάροντας
β' ενικ. σπαμάρεις σπάμαρες θα σπαμάρεις να σπαμάρεις σπαμάρετε
γ' ενικ. σπαμάρει σπάμαρε θα σπαμάρει να σπαμάρει
α' πληθ. σπαμάρουμε σπαμάραμε θα σπαμάρουμε να σπαμάρουμε
β' πληθ. σπαμάρετε σπαμάρατε θα σπαμάρετε να σπαμάρετε σπαμάρετε
γ' πληθ. σπαμάρουν(ε) σπάμαραν
σπαμάραν(ε)
θα σπαμάρουν(ε) να σπαμάρουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία