σπαμάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπαμάρω < σπαμ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική spam
Ρήμα
επεξεργασίασπαμάρω
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) επιτελώ κάποια πράξη γρήγορα, κατ' επανάληψη και συνήθως απερίσκεπτα
- ⮡ Είναι εύκολο να παίζεις τον χαρακτήρα σου, απλά σπαμάρεις και τίποτ' άλλο.
- (κατ’ επέκταση) στέλνω μηνύματα κατ' αυτόν τον τρόπο, είτε σε ηλεκτρονική αλληλογραφία (ιμέιλ), είτε σε επιγραμμική συνομιλία (ονλάιν τσατ)
- (διαδικτυακή αργκό, ειδικότερα) είμαι σπάμερ, ενοχλώ άλλους χρήστες διαδικτύου, εν τούτοις όχι πάντοτε επίτηδες και με τρόπο πιο διακριτικό, κατ' αντιδιαστολή προς το τρολ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | σπαμάρω | σπάμαρα | θα σπαμάρω | να σπαμάρω | σπαμάροντας | |
β' ενικ. | σπαμάρεις | σπάμαρες | θα σπαμάρεις | να σπαμάρεις | σπαμάρετε | |
γ' ενικ. | σπαμάρει | σπάμαρε | θα σπαμάρει | να σπαμάρει | ||
α' πληθ. | σπαμάρουμε | σπαμάραμε | θα σπαμάρουμε | να σπαμάρουμε | ||
β' πληθ. | σπαμάρετε | σπαμάρατε | θα σπαμάρετε | να σπαμάρετε | σπαμάρετε | |
γ' πληθ. | σπαμάρουν(ε) | σπάμαραν σπαμάραν(ε) |
θα σπαμάρουν(ε) | να σπαμάρουν(ε) |