τρολλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρολλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική troll < σουηδική ή νορβηγική troll < παλαιά νορβηγική trǫll < πρωτογερμανική *truzlą < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρολλ ουδέτερο άκλιτο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός) ετυμολογική γραφή του τρολ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τρολ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρολλ
|