↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπάλαθο τα σπάλαθα
      γενική του σπάλαθου των σπάλαθων
    αιτιατική το σπάλαθο τα σπάλαθα
     κλητική σπάλαθο σπάλαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπάλαθο < μετάπλαση σε ουδέτερο από το σπάλαθος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈspa.la.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπά‐λα‐θο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπάλαθο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία