σοφάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /soˈfa.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐φά‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοφάρισμα ουδέτερο
- (προφορικό, λαϊκότροπο) η ιδιότητα το να οδηγάς αυτοκίνητο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σοφάρισμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σοφάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας