Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σουσαμόλαδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Ταυτόσημο
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σουσαμόλαδ
ο
τα
σουσαμόλαδ
α
γενική
του
σουσαμόλαδ
ου
των
σουσαμόλαδ
ων
αιτιατική
το
σουσαμόλαδ
ο
τα
σουσαμόλαδ
α
κλητική
σουσαμόλαδ
ο
σουσαμόλαδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σουσαμόλαδο
<
σουσάμ(ι)
+
-ό-
+
λάδ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σουσαμόλαδο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
)
άλλη γραφή του
σησαμέλαιο
Ταυτόσημο
επεξεργασία
σαμόλαδο
σησαμέλαιο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
σουσάμι
και
λάδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σουσαμόλαδο
→
δείτε
τη λέξη
σησαμέλαιο