σαμόλαδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαμόλαδο | τα | σαμόλαδα |
γενική | του | σαμόλαδου | των | σαμόλαδων |
αιτιατική | το | σαμόλαδο | τα | σαμόλαδα |
κλητική | σαμόλαδο | σαμόλαδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαμόλαδο < (σου)σαμόλαδο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαμόλαδο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαμόλαδο
|