Δείτε επίσης: Σουβαρής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουβαρης οι σουβάρηδες
      γενική του σουβαρη των σουβάρηδων
    αιτιατική τον σουβαρη τους σουβάρηδες
     κλητική σουβαρη σουβάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουβαρής < τουρκική süvari < περσική سوار (sovâr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουβαρής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • σουβαρής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)