σορολόπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σορολόπι | τα | σορολόπια |
γενική | του | σορολοπιού | των | σορολοπιών |
αιτιατική | το | σορολόπι | τα | σορολόπια |
κλητική | σορολόπι | σορολόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
σορολόπι ουδέτερο
- άλλη μορφή του σορολόπ