Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σορολόπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική şorolop < (ηχομιμητική λέξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σορολόπ ουδέτερο άκλιτο

  • τεμπελιά, αδιαφορία για κάτι που πρέπει να γίνει
    Αντί να διαβάζει για τις Πανελλήνιες, το 'χει ρίξει στο σορολόπ.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία