Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σνομπάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σνομπάρισμα
τα
σνομπαρίσμα
τ
α
γενική
του
σνομπαρίσμα
τ
ος
των
σνομπαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σνομπάρισμα
τα
σνομπαρίσμα
τ
α
κλητική
σνομπάρισμα
σνομπαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σνομπάρισμα
<
σνομπάρω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σνομπάρισμα
ουδέτερο
το
φέρσιμο
, η
συμπεριφορά
ενός
σνομπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σνομπάρισμα