↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκωλήκιον τὰ σκωλήκι
      γενική τοῦ σκωληκίου τῶν σκωληκίων
      δοτική τῷ σκωληκί τοῖς σκωληκίοις
    αιτιατική τὸ σκωλήκιον τὰ σκωλήκι
     κλητική ! σκωλήκιον σκωλήκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκωληκίω
γεν-δοτ τοῖν  σκωληκίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκωλήκιον < σκώληξ, σκωληκ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκωλήκιον, -ου ουδέτερο