Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκουπόσπορος οι σκουπόσποροι
      γενική του σκουπόσπορου των σκουπόσπορων
    αιτιατική τον σκουπόσπορο τους σκουπόσπορους
     κλητική σκουπόσπορε σκουπόσποροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουπόσπορος < σκούπ(α) στη σημασία: το φυτό σκουπόχορτο + -ό- + σπόρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skuˈpo.spo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκου‐πό‐σπο‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουπόσπορος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία