Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουπόχορτο τα σκουπόχορτα
      γενική του σκουπόχορτου των σκουπόχορτων
    αιτιατική το σκουπόχορτο τα σκουπόχορτα
     κλητική σκουπόχορτο σκουπόχορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουπόχορτο < σκούπ(α) + -ό- + -χορτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουπόχορτο ουδέτερο

  • (βοτανική) αειθαλής θάμνος, «σόργος ο σαρωματικός» / «σόργον το σάρωθρον» / Sorghum scoparion, από τον οποίο κατασκευάζονται σκούπες

  Μεταφράσεις επεξεργασία