Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκουπιδοντενεκές
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σκουπιδοντενεκ
ές
οι
σκουπιδοντενεκ
έδες
γενική
του
σκουπιδοντενεκ
έ
των
σκουπιδοντενεκ
έδων
αιτιατική
τον
σκουπιδοντενεκ
έ
τους
σκουπιδοντενεκ
έδες
κλητική
σκουπιδοντενεκ
έ
σκουπιδοντενεκ
έδες
Κατηγορία
όπως «
καφές
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκουπιδοντενεκές
<
σκουπίδ(ι)
+
-ο-
+
ντενεκές
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκουπιδοντενεκές
αρσενικό
άλλη μορφή
του
σκουπιδοτενεκές