σκοτασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοτασμός < μεσαιωνική ελληνική σκοτασμός[1] [2] < ελληνιστική κοινή σκοτάζω[3] < αρχαία ελληνική σκότος[4]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sko.taˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐τα‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκοτασμός αρσενικό
- (λόγιο) σκοτάδι (συχνά (μεταφορικά): πνευματικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκοτασμός
|
- ↑ σκοτασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ σκοτασμός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ σκοτάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ σκότος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012