σκλαβάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκλαβάκι | τα | σκλαβάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκλαβάκι | τα | σκλαβάκια |
κλητική | σκλαβάκι | σκλαβάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκλαβάκι < σκλάβ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκλαβάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σκλάβος
- (στον πληθυντικό) σκλαβάκια: είδος παιδικού ομαδικού παιχνιδιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκλαβάκι
|