Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκιερότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σκιερότητ
α
οι
σκιερότητ
ες
γενική
της
σκιερότητ
ας
των
σκιεροτήτ
ων
αιτιατική
τη
σκιερότητ
α
τις
σκιερότητ
ες
κλητική
σκιερότητ
α
σκιερότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκιερότητα
<
σκιερός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκιερότητα
θηλυκό
(
λόγιο
) η
ιδιότητα
του
σκιερού
, το να είναι κάτι
σκιερό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκιερότητα