Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκατόφατσα οι σκατόφατσες
      γενική της σκατόφατσας
    αιτιατική τη σκατόφατσα τις σκατόφατσες
     κλητική σκατόφατσα σκατόφατσες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκατόφατσα < σκατό- + φάτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκατόφατσα θηλυκό

  1. (χυδαίο) κακάσχημος, κακομούτσουνος
  2. (χυδαίο) χαρακτηρισμός ατόμου που δημιουργεί υπόνοιες ότι ανακατεύεται με επιλήψιμες πράξεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία