Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Λουστρινένιο αντρικό σκαρπίνι τύπου Οξφόρδης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαρπίνι τα σκαρπίνια
      γενική του σκαρπινιού των σκαρπινιών
    αιτιατική το σκαρπίνι τα σκαρπίνια
     κλητική σκαρπίνι σκαρπίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαρπίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική scarpini (μπότες, παπούτσια)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skaɾˈpi.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαρπίνι ουδέτερο

  • χαμηλό παπούτσι με κορδόνια, που αφήνει ακάλυπτους τους αστραγάλους

  Μεταφράσεις επεξεργασία