σκαμπρόζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκαμπρόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική scabroso < λατινική scabrosus < scabres < scaber < scabo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα (s)kep-
Επίθετο επεξεργασία
σκαμπρόζος, -α, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκαμπρόζος
→ δείτε τη λέξη σκαμπρόζικος |