Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκαλμίσκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σκαλμίσκ
ος
οι
σκαλμίσκ
οι
γενική
του
σκαλμίσκ
ου
των
σκαλμίσκ
ων
αιτιατική
τον
σκαλμίσκ
ο
τους
σκαλμίσκ
ους
κλητική
σκαλμίσκ
ε
σκαλμίσκ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκαλμίσκος
<
σκαλμός
+
υποκοριστικό
επίθημα
-ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκαλμίσκος
αρσενικό
(
ναυτικός όρος
)
υποκοριστικό
του
σκαλμός
(
ναυτικός όρος
)
κοτσανέλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκαλμίσκος