σκίρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκίρο | τα | σκίρα |
γενική | του | σκίρου | των | σκίρων |
αιτιατική | το | σκίρο | τα | σκίρα |
κλητική | σκίρο | σκίρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκίρο ουδέτερο
- άλλη μορφή του σκύρο
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σκίρον (αρχαία ελληνική & καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκίρο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.