↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιωπητήριο τα σιωπητήρια
      γενική του σιωπητηρίου
σιωπητήριου
των σιωπητηρίων
    αιτιατική το σιωπητήριο τα σιωπητήρια
     κλητική σιωπητήριο σιωπητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιωπητήριο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιωπητήριο ουδέτερο

  • Στρατιωτικός όρος. Το τελευταίο σάλπισμα που σημαίνει το τέλος κάθε πρόκλησης θορύβου (ακόμα και συζητήσεων) και την επιβολή αυστηρής νυχτερινής ησυχίας.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία