Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σισύρα οι σισύρες
      γενική της σισύρας των σισυρών
    αιτιατική τη σισύρα τις σισύρες
     κλητική σισύρα σισύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σισύρα < αρχαία ελληνική σισύρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σισύρα θηλυκό

  • πανωφόρι από συρραφή διαφόρων τεμαχίων γούνας ζώων <refΕπίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 2598.</ref>

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία