σιμπόργκιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιμπόργκιο < ονομασία προς τιμήν του αμερικανού πυρηνικού χημικού Γκλεν Σίμποργκ
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιμπόργκιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 106 και χημικό σύμβολο Sg
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιμπόργκιο | τα | σιμπόργκια |
γενική | του | σιμπόργκιου | των | σιμπόργκιων |
αιτιατική | το | σιμπόργκιο | τα | σιμπόργκια |
κλητική | σιμπόργκιο | σιμπόργκια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιμπόργκιο