↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιδηρόστοκος οι σιδηρόστοκοι
      γενική του σιδηρόστοκου των σιδηρόστοκων
    αιτιατική τον σιδηρόστοκο τους σιδηρόστοκους
     κλητική σιδηρόστοκε σιδηρόστοκοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδηρόστοκος < σιδηρό- + στόκος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιδηρόστοκος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία