σιδηρόστοκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασιδηρόστοκος αρσενικό
- στόκος που χρησιμοποιείται σε στοκάρισμα, (γέμισμα), μεταλλικών επιφανειών
- ο σιδηρόστοκος είναι συνηθέστερα πολυεστερικός, δύο συστατικών, που αναμιγνύονται πριν τη χρήση
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιδηρόστοκος
|