σιδηροξείδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιδηροξείδιο | τα | σιδηροξείδια |
γενική | του | σιδηροξείδιου & σιδηροξειδίου |
των | σιδηροξείδιων & σιδηροξειδίων |
αιτιατική | το | σιδηροξείδιο | τα | σιδηροξείδια |
κλητική | σιδηροξείδιο | σιδηροξείδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασιδηροξείδιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιδηροξείδιο
|