σιέλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιέλωση | οι | σιελώσεις |
γενική | της | σιέλωσης* | των | σιελώσεων |
αιτιατική | τη | σιέλωση | τις | σιελώσεις |
κλητική | σιέλωση | σιελώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιελώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιέλωση < (καθαρεύουσα) σιάλωσις < αρχαία ελληνική σίαλος κατά το ελληνιστικό σίελος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιέλωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιέλωση
Πηγές
επεξεργασία- σιέλωση — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)