καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σθεναρότης αἱ σθεναρότητες
      γενική τῆς σθεναρότητος τῶν σθεναροτήτων
      δοτική τῇ σθεναρότητι ταῖς σθεναρότησι(ν)
    αιτιατική τὴν σθεναρότητα τὰς σθεναρότητας
     κλητική ! σθεναρότης σθεναρότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σθεναρότης (μαρτυρείται από το 1889) [1] < σθεναρ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σθεναρότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 903, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου