σησαμοπολτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σησαμοπολτός αρσενικό
- ο παχύρρευστος πολτός που προέρχεται από κατεργασία σπόρων σουσαμιάς, μετά την αποφλοίωση, έκθλιψη και την αφαίρεση του σησαμελαίου και που χρησιμοποιείται στη παρασκευή ταχινόσουπας, χαλβά. παστελιών κ.ά..
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σησαμοπολτός
|