πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σησαμοπολτός οι σησαμοπολτοί
      γενική του σησαμοπολτού των σησαμοπολτών
    αιτιατική τον σησαμοπολτό τους σησαμοπολτούς
     κλητική σησαμοπολτέ σησαμοπολτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σησαμοπολτός < σησάμι + πολτός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σησαμοπολτός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία