σηματολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σηματολογία | οι | σηματολογίες |
γενική | της | σηματολογίας | των | σηματολογιών |
αιτιατική | τη | σηματολογία | τις | σηματολογίες |
κλητική | σηματολογία | σηματολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ma.to.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μα‐το‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασηματολογία θηλυκό
- η επικοινωνία με την χρήση σημάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία σηματολογία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)