σερσερής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σερσερής αρσενικό (η γυναίκα: σερσερού)
- (ιδιωματικό) ο αλήτης για τους Κωνσταντινουπολίτες
- Είναι σερσερής, ξενυχτάει, πίνει, δεν σέβεται κανένα, μιλάει άσχημα σε όλους, βρίζει με το παραμικρό, δεν δουλεύει, είναι αμόρφωτος