Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεμπρεβίβα οι σεμπρεβίβες
      γενική της σεμπρεβίβας
    αιτιατική τη σεμπρεβίβα τις σεμπρεβίβες
     κλητική σεμπρεβίβα σεμπρεβίβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεμπρεβίβα < ιταλική sempre + viva

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sem.pɾeˈvi.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐μπρε‐βί‐βα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Ανθισμένες σεμπρεβίβες

σεμπρεβίβα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία