σεμπρεβίβα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σεμπρεβίβα | οι | σεμπρεβίβες |
γενική | της | σεμπρεβίβας | — | |
αιτιατική | τη | σεμπρεβίβα | τις | σεμπρεβίβες |
κλητική | σεμπρεβίβα | σεμπρεβίβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sem.pɾeˈvi.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐μπρε‐βί‐βα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεμπρεβίβα θηλυκό
- (λουλούδι) είδος λουλουδιού με χρυσό χρώμα, το οποίο είναι διαρκώς ανθισμένο
- ταξινομικός όρος: Helichrysum amorginum
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεμπρεβίβα
|