σεμιζιέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεμιζιέτα < (λόγιο δάνειο) γαλλική chemisette (μπλούζα από λεπτό ύφασμα) < chemis(ier) + -ette < chemise [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /se.mizˈʝe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐μι‐ζιέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεμιζιέτα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πουκάμισο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεμιζιέτα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σεμιζιέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας