Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεμιζιέτα οι σεμιζιέτες
      γενική της σεμιζιέτας των σεμιζιετών
    αιτιατική τη σεμιζιέτα τις σεμιζιέτες
     κλητική σεμιζιέτα σεμιζιέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεμιζιέτα < (λόγιο δάνειο) γαλλική chemisette (μπλούζα από λεπτό ύφασμα) < chemis(ier) + -ette < chemise [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /se.mizˈʝe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐μι‐ζιέ‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεμιζιέτα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία