Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβόμπος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σβόμπος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία