σατραπίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σατραπίσκος < σατράπης + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασατραπίσκος αρσενικό
- άνθρωπος χαμηλών δυνατοτήτων που φέρεται σαν σατράπης
Μεταφράσεις
επεξεργασία σατραπίσκος
|