↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαρκίδιο τα σαρκίδια
      γενική του σαρκιδίου των σαρκιδίων
    αιτιατική το σαρκίδιο τα σαρκίδια
     κλητική σαρκίδιο σαρκίδια
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρκίδιο < αρχαία ελληνική σαρκίδιον, υποκοριστικό του σάρξ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /saɾˈci.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαρ‐κί‐δι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαρκίδιο ουδέτερο

  1. ένα μέρος της σάρκας
  2. (ανατομία) η σαρκώδης έκφυση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)