Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαραντάρι τα σαραντάρια
      γενική του σαρανταριού των σαρανταριών
    αιτιατική το σαραντάρι τα σαραντάρια
     κλητική σαραντάρι σαραντάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαραντάρι < σαράντα + -άρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαραντάρι ουδέτερο

  1. ποσότητα σαράντα ομοειδών αντικειμένων
    έδωσα ένα σαραντάρι για την καινούρια κάρτα γραφικών (40 ευρώ)
  2. θερμοκρασία σαράντα βαθμών Κελσίου
    πάλι σαραντάρι είχαμε το μεσημέρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία