Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαράκιασμα τα σαρακιάσματα
      γενική του σαρακιάσματος των σαρακιασμάτων
    αιτιατική το σαράκιασμα τα σαρακιάσματα
     κλητική σαράκιασμα σαρακιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαράκιασμα < (σαρακιάζω) θέμα σαρακιασ- + -μα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈɾa.ca.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐ρά‐κια‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαράκιασμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία