Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαπουνοθήκη οι σαπουνοθήκες
      γενική της σαπουνοθήκης των σαπουνοθηκών
    αιτιατική τη σαπουνοθήκη τις σαπουνοθήκες
     κλητική σαπουνοθήκη σαπουνοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σαπούνι σε μπλε σαπουνοθήκη
 
σαπούνι σε σαπουνοθήκη

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπουνοθήκη < σαπουν(ι) + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαπουνοθήκη θηλυκό

  • σκεύος στο οποίο τοποθετείται το σαπούνι στο μπάνιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία