Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαντζάκιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σαντζάκι
ο
τα
σαντζάκι
α
γενική
του
σαντζακί
ου
&
σαντζάκι
ου
των
σαντζακί
ων
αιτιατική
το
σαντζάκι
ο
τα
σαντζάκι
α
κλητική
σαντζάκι
ο
σαντζάκι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαντζάκιο
<
τουρκική
sancak
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαντζάκιο
ουδέτερο
το
σαντζάκι