σανίδωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σανίδωση | οι | σανιδώσεις |
γενική | της | σανίδωσης* | των | σανιδώσεων |
αιτιατική | τη | σανίδωση | τις | σανιδώσεις |
κλητική | σανίδωση | σανιδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σανιδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σανίδωση θηλυκό
- άλλη μορφή του σανίδωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σανίδωση
|